- εδραιότητα
- [-ης (-ητος)] η прям. , перен. прочность; устойчивость; твёрдость, непоколебимость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εδραιότητα — η (AM ἑδραιότης) [εδραίος] σταθερότητα, μονιμότητα αρχ. ακινησία … Dictionary of Greek
ἑδραιότητα — ἑδραιότης stability fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)